- τριθαλής
- τρι-θαλής, ές, dreimal, = reichlich grünend, blühend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριθαλής — ές, Α 1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλές το φυτό αείζωο το μικρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής] … Dictionary of Greek
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek